- πρότυπος
- -η, -ο / πρότυπος, -ον, ΝΑ [τύπος]1. αυτός που μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα, υποδειγματικός2. το ουδ. ως ουσ. το πρότυπο(ν)υπόδειγμα προϊόντος βάσει τού οποίου αναπαράγονται κατ' απομίμηση άλλα όμοια προϊόντα, κν. μοντέλονεοελλ.1. τέλειος, αυτός που μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα μίμησης (α. «πρότυπος μαθητής» β. «πρότυπος υπάλληλος»)2. το ουδ. ως ουσ. α) κοίλο καλούπι από ξύλο ή τερακότα με το οποίο αναπαράγεται επεξεργασμένο ανάγλυφο σε πολλά αντίτυπα πήλινα ή από τηγμένο μέταλλο, αλλ. μήτραβ) (ναυπ.) μικρογραφία τού υπό κατασκευή πλοίου ή μηχανήματος, κν. μακέταγ) (αρχιτ. -γλυπτ.) πρόπλασμαδ) (στις εικαστικές τέχνες) πρόσωπο που εκτίθεται με αμοιβή, για να αναπαραστήσει τη μορφή του ο ζωγράφος ή ο γλύπτης, μοντέλοε) μτφ. πρόσωπο ή κατάσταση, τού ή τής οποίας η ιδιότητα μπορεί να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα για τους άλλους (α. «πρότυπο αρετής» β. «πρότυπο πειθαρχικού στρατιώτη» γ. «πρότυπο ευνομούμενης πολιτείας»)3. φρ. α) «πρότυπη μονάδα»στρ. προσκολλημένη σε στρατιωτική σχολή δύναμη οπλιτών που χρησιμοποιείται για την πρακτική εφαρμογή τών μεθόδων που διδάσκονται θεωρητικά στη σχολή ώστε να εξασκούνται οι μαθητές τηςβ) «πρότυπο σχολείο» — σχολείο στο οποίο οι υποψήφιοι δάσκαλοι ασκούνται πρακτικά υπό την καθοδήγηση ειδικών ή το σχολείο στο οποίο δοκιμάζονται νέες μέθοδοι και νέα βοηθητικά μέσα, αλλ. πειραματικό σχολείοαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρότυπαοι προεξέχουσες ανάγλυφες εικόνες, δηλαδή οι κεφαλές λιονταριών στις άκρες τής συναρμογής κεράμων.
Dictionary of Greek. 2013.